κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… … Dictionary of Greek
κιγχονιδίνη — ἡ χημ. στερεοϊσομερές τής κιγχονίνης, μαζί με την οποία βρίσκεται στο φυτό κιγχόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonidine < cinchon (πρβλ. κιγχόνη) + id (πρβλ. ιδης) + ine (< λατ. inus). Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
κιγχονικός — ή, ό 1. (για φάρμακα) αυτός που περιέχει κιγχόνη ή αναφέρεται σ αυτήν 2. φρ. (βιοχ.) «κιγχονικό οξύ» οργανικό οξύ που προέρχεται από το κιγχομερονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonic < cinchon (πρβλ. κιγχόνη) + … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κιγχονίνη — η χημ. κύριο αλκαλοειδές που απαντά μαζί με την κινίνη στον φλοιό τής κιγχόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonine < cinchon (πρβλ. κιγχόνη) + ine (< λατ. inus). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
Νιλγκιρί — (Nilgiri). Ορεινό σύστημα (2.500 τ. χλμ.) της Ν. Ινδίας. Είναι συνεχόμενο στα Α και Δ με την οροσειρά Μαϊσούρ. Και οι ψηλότερες κορυφές είναι η Ράχη της Καμήλας (2.134 μ.) και η Ντονταμπέττα (2.670 μ.). Η περιοχή της Ν. καλύπτεται από δάση… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek